Η κροταφογναθική άρθρωση συνδέει την κάτω γνάθο με το κρανίο και υπάρχουν δύο, μία από κάθε πλευρά του προσώπου. Μεταξύ των δυο αρθρικών επιφανειών παρεμβάλλεται ένας δίσκος (μηνίσκος) ο οποίος προστατεύει τις αρθρώσεις και επιτρέπει την ομαλή κινητικότητά τους. Η κάτω γνάθος δεν αποτελεί πραγματικό τμήμα του κρανίου, αλλά μία ξεχωριστή ανατομική οντότητα που «κρέμεται» κυριολεκτικά από το κρανίο με ένα σύνολο μυών, τενόντων και συνδέσμων. Είναι μια από τις πολυπλοκότερες αρθρώσεις διότι είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει την μάσηση, την κατάποση, την ομιλία και το χασμουρητό.
Η παθολογία της μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην κίνηση, κλείδωμα της κάτω γνάθου, πόνο, περιορισμένη δυνατότητα να ανοίξει το στόμα, κριγμό, πόνο μπροστά από το αυτί. Πολλές φορές συνδέεται με ακατάλληλες δραστηριότητες όπως το σφίξιμο ή το τρίξιμο των δοντιών, το χασμουρητό ή το γέλιο με το στόμα πάρα πολύ ανοιχτό, το μάσημα σκληρών τροφών, τσίχλας κ.α. Άλλες αιτίες είναι η ανώμαλη δομή της κροταφογναθικής διάρθρωσης εκ γενετής, οδοντιατρικές εργασίες που απαιτούν παρατεταμένη και ευρεία διάνοιξη του στόματος, κακή σύγκλειση των δοντιών. Εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες μεταξύ 20 έως 40 με επικράτηση στο γυναικείο φύλο.
Από τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης θα προκύψει ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο με στόχο την γρήγορη και παραμένουσα βελτίωση στην συμπτωματική και λειτουργική εικόνα του ασθενούς. Η αποκατάσταση περιλαμβάνει κυρίως μεθόδους κινητοποίησης της υποκινητικής άρθρωσης με στόχο την αιτία και όχι μόνο το σύμπτωμα. Η εκπαίδευση του ασθενούς εστιάζει στην μείωση των επιβαρυντικών συνηθειών καθιστώντας τον ανεξάρτητο και ικανό να διαχειρίζεται την καθημερινότητα του.